Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
View word page
προσευκαιρέω
have leisure for

ShortDef

have leisure for

Debugging

Headword:
προσευκαιρέω
Headword (normalized):
προσευκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προσευκαιρεω
IDX:
75508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75509
Key:

Data

{'content': 'have leisure for'}