Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
View word page
προσευθύνω
to bring to an account besides

ShortDef

to bring to an account besides

Debugging

Headword:
προσευθύνω
Headword (normalized):
προσευθύνω
Headword (normalized/stripped):
προσευθυνω
IDX:
75507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75508
Key:

Data

{'content': 'to bring to an account besides'}