Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
View word page
προσετοιμάζω
make preparations

ShortDef

make preparations

Debugging

Headword:
προσετοιμάζω
Headword (normalized):
προσετοιμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσετοιμαζω
IDX:
75504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75505
Key:

Data

{'content': 'make preparations'}