Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
View word page
προσετέον
one must admit
ShortDef
one must admit
Debugging
Headword:
προσετέον
Headword (normalized):
προσετέον
Headword (normalized/stripped):
προσετεον
IDX:
75502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75503
Key:
Data
{'content': 'one must admit'}