Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
View word page
προσέταιρος
colleague
ShortDef
colleague
Debugging
Headword:
προσέταιρος
Headword (normalized):
προσέταιρος
Headword (normalized/stripped):
προσεταιρος
IDX:
75501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75502
Key:
Data
{'content': 'colleague'}