Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
View word page
προσεταιρίζομαι
to take to oneself as a friend, associate with oneself

ShortDef

to take to oneself as a friend, associate with oneself

Debugging

Headword:
προσεταιρίζομαι
Headword (normalized):
προσεταιρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεταιριζομαι
IDX:
75499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75500
Key:

Data

{'content': 'to take to oneself as a friend, associate with oneself'}