Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
View word page
πρόσεσις
putting to

ShortDef

putting to

Debugging

Headword:
πρόσεσις
Headword (normalized):
πρόσεσις
Headword (normalized/stripped):
προσεσις
IDX:
75496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75497
Key:

Data

{'content': 'putting to'}