Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
View word page
προσερωτάω
to question besides

ShortDef

to question besides

Debugging

Headword:
προσερωτάω
Headword (normalized):
προσερωτάω
Headword (normalized/stripped):
προσερωταω
IDX:
75494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75495
Key:

Data

{'content': 'to question besides'}