Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
View word page
προσέρχομαι
to come

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
προσέρχομαι
Headword (normalized):
προσέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσερχομαι
IDX:
75493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75494
Key:

Data

{'content': 'to come'}