Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
View word page
προσέρπω
to creep to
ShortDef
to creep to
Debugging
Headword:
προσέρπω
Headword (normalized):
προσέρπω
Headword (normalized/stripped):
προσερπω
IDX:
75492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75493
Key:
Data
{'content': 'to creep to'}