Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
View word page
προσερίζω
to strive with

ShortDef

to strive with

Debugging

Headword:
προσερίζω
Headword (normalized):
προσερίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεριζω
IDX:
75490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75491
Key:

Data

{'content': 'to strive with'}