Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
View word page
προσερέω
to speak to, address, accost

ShortDef

to speak to, address, accost

Debugging

Headword:
προσερέω
Headword (normalized):
προσερέω
Headword (normalized/stripped):
προσερεω
IDX:
75489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75490
Key:

Data

{'content': 'to speak to, address, accost'}