Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
View word page
προσερεύγομαι
to belch at

ShortDef

to belch at

Debugging

Headword:
προσερεύγομαι
Headword (normalized):
προσερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσερευγομαι
IDX:
75488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75489
Key:

Data

{'content': 'to belch at'}