Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
προσέρχομαι
View word page
προσέρδω
sacrifice to

ShortDef

sacrifice to

Debugging

Headword:
προσέρδω
Headword (normalized):
προσέρδω
Headword (normalized/stripped):
προσερδω
IDX:
75483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75484
Key:

Data

{'content': 'sacrifice to'}