Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
View word page
προσεργάζομαι
to work in addition to

ShortDef

to work in addition to

Debugging

Headword:
προσεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεργαζομαι
IDX:
75481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75482
Key:

Data

{'content': 'to work in addition to'}