Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
View word page
προσεπιφοιτάω
come in besides

ShortDef

come in besides

Debugging

Headword:
προσεπιφοιτάω
Headword (normalized):
προσεπιφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιφοιταω
IDX:
75469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75470
Key:

Data

{'content': 'come in besides'}