Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
View word page
προσεπιτρίβω
afflict

ShortDef

afflict

Debugging

Headword:
προσεπιτρίβω
Headword (normalized):
προσεπιτρίβω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτριβω
IDX:
75460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75461
Key:

Data

{'content': 'afflict'}