Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
View word page
προσεπιτρέπω
entrust

ShortDef

entrust

Debugging

Headword:
προσεπιτρέπω
Headword (normalized):
προσεπιτρέπω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτρεπω
IDX:
75459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75460
Key:

Data

{'content': 'entrust'}