Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
View word page
προσεπιτραγῳδέω
add with tragic exaggeration
ShortDef
add with tragic exaggeration
Debugging
Headword:
προσεπιτραγῳδέω
Headword (normalized):
προσεπιτραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτραγωδεω
IDX:
75458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75459
Key:
Data
{'content': 'add with tragic exaggeration'}