Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
View word page
προσεπιτέρπομαι
to enjoy oneself still more
ShortDef
to enjoy oneself still more
Debugging
Headword:
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized):
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτερπομαι
IDX:
75454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75455
Key:
Data
{'content': 'to enjoy oneself still more'}