Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
View word page
προσεπιτέμνω
chisel away on the surface
ShortDef
chisel away on the surface
Debugging
Headword:
προσεπιτέμνω
Headword (normalized):
προσεπιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτεμνω
IDX:
75453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75454
Key:
Data
{'content': 'chisel away on the surface'}