Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
View word page
προσεπιτελέω
complete as well

ShortDef

complete as well

Debugging

Headword:
προσεπιτελέω
Headword (normalized):
προσεπιτελέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτελεω
IDX:
75452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75453
Key:

Data

{'content': 'complete as well'}