Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
View word page
προσεπιτείνω
to stretch still further, to lay more stress upon

ShortDef

to stretch still further, to lay more stress upon

Debugging

Headword:
προσεπιτείνω
Headword (normalized):
προσεπιτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτεινω
IDX:
75451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75452
Key:

Data

{'content': 'to stretch still further, to lay more stress upon'}