Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
View word page
προσεπιτάσσω
enjoin besides; mid. take one’s post
ShortDef
enjoin besides; mid. take one’s post
Debugging
Headword:
προσεπιτάσσω
Headword (normalized):
προσεπιτάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτασσω
IDX:
75450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75451
Key:
Data
{'content': 'enjoin besides; mid. take one’s post'}