Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
View word page
προσεπιταλαιπωρέω
endure still longer

ShortDef

endure still longer

Debugging

Headword:
προσεπιταλαιπωρέω
Headword (normalized):
προσεπιταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιταλαιπωρεω
IDX:
75449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75450
Key:

Data

{'content': 'endure still longer'}