Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
Ἀνθεμίδης
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
Ἀνθεμίων
ἀνθεμόεις
ἄνθεμον
View word page
ἀνθελετός
preferred

ShortDef

preferred

Debugging

Headword:
ἀνθελετός
Headword (normalized):
ἀνθελετός
Headword (normalized/stripped):
ανθελετος
IDX:
7544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7545
Key:

Data

{'content': 'preferred'}