Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
View word page
προσεπισφραγίζομαι
to set one's seal to

ShortDef

to set one's seal to

Debugging

Headword:
προσεπισφραγίζομαι
Headword (normalized):
προσεπισφραγίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισφραγιζομαι
IDX:
75446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75447
Key:

Data

{'content': "to set one's seal to"}