Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
View word page
προσεπισφάττω
kill over besides

ShortDef

kill over besides

Debugging

Headword:
προσεπισφάττω
Headword (normalized):
προσεπισφάττω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισφαττω
IDX:
75444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75445
Key:

Data

{'content': 'kill over besides'}