Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
View word page
προσεπισυνετίζω
make more intelligible

ShortDef

make more intelligible

Debugging

Headword:
προσεπισυνετίζω
Headword (normalized):
προσεπισυνετίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισυνετιζω
IDX:
75442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75443
Key:

Data

{'content': 'make more intelligible'}