Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
View word page
προσεπισυγκρίνω
add successively

ShortDef

add successively

Debugging

Headword:
προσεπισυγκρίνω
Headword (normalized):
προσεπισυγκρίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισυγκρινω
IDX:
75440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75441
Key:

Data

{'content': 'add successively'}