Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
Ἀνθεμίδης
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
Ἀνθεμίων
ἀνθεμόεις
View word page
ἀνθεκτικός
clinging to, attached to

ShortDef

clinging to, attached to

Debugging

Headword:
ἀνθεκτικός
Headword (normalized):
ἀνθεκτικός
Headword (normalized/stripped):
ανθεκτικος
IDX:
7543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7544
Key:

Data

{'content': 'clinging to, attached to'}