Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
View word page
προσεπιστέλλω
to notify, enjoin, command besides
ShortDef
to notify, enjoin, command besides
Debugging
Headword:
προσεπιστέλλω
Headword (normalized):
προσεπιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιστελλω
IDX:
75438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75439
Key:
Data
{'content': 'to notify, enjoin, command besides'}