Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
View word page
προσεπιστείχω
come to
ShortDef
come to
Debugging
Headword:
προσεπιστείχω
Headword (normalized):
προσεπιστείχω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιστειχω
IDX:
75437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75438
Key:
Data
{'content': 'come to'}