Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
View word page
προσεπισκώπτω
to joke besides

ShortDef

to joke besides

Debugging

Headword:
προσεπισκώπτω
Headword (normalized):
προσεπισκώπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισκωπτω
IDX:
75434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75435
Key:

Data

{'content': 'to joke besides'}