Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
View word page
προσεπισκευάζω
put in repair besides

ShortDef

put in repair besides

Debugging

Headword:
προσεπισκευάζω
Headword (normalized):
προσεπισκευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισκευαζω
IDX:
75431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75432
Key:

Data

{'content': 'put in repair besides'}