Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
View word page
προσεπισιτίζομαι
to provide oneself with further supplies of grain
ShortDef
to provide oneself with further supplies of grain
Debugging
Headword:
προσεπισιτίζομαι
Headword (normalized):
προσεπισιτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισιτιζομαι
IDX:
75429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75430
Key:
Data
{'content': 'to provide oneself with further supplies of grain'}