Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
View word page
προσεπιρρίπτω
to throw to besides

ShortDef

to throw to besides

Debugging

Headword:
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized):
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιρριπτω
IDX:
75424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75425
Key:

Data

{'content': 'to throw to besides'}