Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
View word page
προσεπιρρητορεύω
exaggerate rhetorically

ShortDef

exaggerate rhetorically

Debugging

Headword:
προσεπιρρητορεύω
Headword (normalized):
προσεπιρρητορεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιρρητορευω
IDX:
75423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75424
Key:

Data

{'content': 'exaggerate rhetorically'}