Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
View word page
προσεπιπονέω
to work still more

ShortDef

to work still more

Debugging

Headword:
προσεπιπονέω
Headword (normalized):
προσεπιπονέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπονεω
IDX:
75420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75421
Key:

Data

{'content': 'to work still more'}