Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
View word page
προσεπιπνέω
to blow favourably besides

ShortDef

to blow favourably besides

Debugging

Headword:
προσεπιπνέω
Headword (normalized):
προσεπιπνέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπνεω
IDX:
75419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75420
Key:

Data

{'content': 'to blow favourably besides'}