Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
Ἀνθεμίδης
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
View word page
ἀνθεκτέον
one must cleave to

ShortDef

one must cleave to

Debugging

Headword:
ἀνθεκτέον
Headword (normalized):
ἀνθεκτέον
Headword (normalized/stripped):
ανθεκτεον
IDX:
7541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7542
Key:

Data

{'content': 'one must cleave to'}