Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
View word page
προσεπιπληρόω
stuff to repletion

ShortDef

stuff to repletion

Debugging

Headword:
προσεπιπληρόω
Headword (normalized):
προσεπιπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπληροω
IDX:
75417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75418
Key:

Data

{'content': 'stuff to repletion'}