Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
View word page
προσεπιπλέκω
add

ShortDef

add

Debugging

Headword:
προσεπιπλέκω
Headword (normalized):
προσεπιπλέκω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπλεκω
IDX:
75415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75416
Key:

Data

{'content': 'add'}