Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
View word page
προσεπιπάσσω
sprinkle upon
ShortDef
sprinkle upon
Debugging
Headword:
προσεπιπάσσω
Headword (normalized):
προσεπιπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπασσω
IDX:
75411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75412
Key:
Data
{'content': 'sprinkle upon'}