Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
Ἀνθεμίδης
ἀνθεμίζομαι
View word page
ἄνθειον
a flower, blossom

ShortDef

a flower, blossom

Debugging

Headword:
ἄνθειον
Headword (normalized):
ἄνθειον
Headword (normalized/stripped):
ανθειον
IDX:
7540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7541
Key:

Data

{'content': 'a flower, blossom'}