Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
View word page
προσεπινεύω
bend forward the head towards
ShortDef
bend forward the head towards
Debugging
Headword:
προσεπινεύω
Headword (normalized):
προσεπινεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεπινευω
IDX:
75406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75407
Key:
Data
{'content': 'bend forward the head towards'}