Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
View word page
προσεπιμερίζω
allot, assign in addition, add

ShortDef

allot, assign in addition, add

Debugging

Headword:
προσεπιμερίζω
Headword (normalized):
προσεπιμερίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμεριζω
IDX:
75401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75402
Key:

Data

{'content': 'allot, assign in addition, add'}