Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
View word page
προσεπιμελέομαι
take care of besides

ShortDef

take care of besides

Debugging

Headword:
προσεπιμελέομαι
Headword (normalized):
προσεπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμελεομαι
IDX:
75400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75401
Key:

Data

{'content': 'take care of besides'}