Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
View word page
προσεπιμασάομαι
chew as well

ShortDef

chew as well

Debugging

Headword:
προσεπιμασάομαι
Headword (normalized):
προσεπιμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμασαομαι
IDX:
75399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75400
Key:

Data

{'content': 'chew as well'}