Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
View word page
προσεπιλοιμώττω
suffer from pestilence besides

ShortDef

suffer from pestilence besides

Debugging

Headword:
προσεπιλοιμώττω
Headword (normalized):
προσεπιλοιμώττω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλοιμωττω
IDX:
75397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75398
Key:

Data

{'content': 'suffer from pestilence besides'}